Ο Πειραιάς είναι μια πόλη που δεν τη βαριέσαι ποτέ. Βρίσκεται διαρκώς σε κίνηση και ίσως αυτό να οφείλεται στο λιμάνι της, που είναι το μεγαλύτερο της Μεσογείου.
Σε συνομιλία που είχαμε με τον πρόεδρο της Φιλολογικής Στέγης Πειραιώς και ιστορικό ερευνητή Στέφανο Μίλεση μάθαμε πέντε ενδιαφέρουσες και άγνωστες στο ευρύ κοινό ιστορίες, παρόλο που κάποιες απ’ αυτές έχουν γίνει δημοφιλή λογοπαίγνια, σχετικά με τα πειραϊκά χρονικά.
Το κυνήγι των γαμπρών της φαληρικής εξέδρας.
Τον Απρίλιο του 1929 εκδρομείς από την Ένωση Ομογενών των ΗΠΑ, οι γνωστοί ΑΧΕΠΑΝΣ, αποβιβάζονται με λέμβους στην αποβάθρα του Νέου Φαλήρου. Ανάμεσα στο πλήθος των Ελλήνων ομογενών ξεχωρίζουν με την παρουσία τους πέντε δεσποινίδες.
Αμίλητες μοιράζουν σε κάθε διερχόμενο ομογενή από έναν φάκελο. Εκείνοι κοιτούν με περιέργεια τους φακέλους αυτούς και σχεδόν όλοι τούς ανοίγουν για να δουν το περιεχόμενό τους. Με έκπληξη διαπιστώνουν ότι εντός τους υπάρχει από μια επιστολή που γράφει τα εξής:
«Μη φύγετε χωρίς τον απαραίτητο σύντροφο του βίου σας. Προτιμήσατε τας Ελληνίδας ως συζύγους, ως μητέρας. Προσφέρετε τη μεγαλύτερη υπηρεσία στον εαυτό σας και στην Πατρίδα. Επισκεφθείτε το γραφείο μας: Οδός Μαυρομιχάλη 4α, έναντι θεάτρου Ολύμπια».
Η έκφραση «της π…νας το κάγκελο» που ταυτίστηκε με την εξέδρα του Νέου Φαλήρου αποτέλεσε έκφραση κοροϊδία και μόνο, υπονοώντας ότι πίσω από κάθε σοβαρή εκπρόσωπο ενός γραφείου συνοικεσίων υπάρχει ένα κύκλωμα προώθησης νυφών, μεταξύ των οποίων πολλές αμφιβόλου ηθικής.
Αυτό όμως ανάγκασε πολλές δεσποινίδες να αναζητήσουν την τύχη τους εκτός συνόρων. Επιχειρηματίες και άλλοι επιτήδειοι, οσμιζόμενοι το χρήμα που είχε η επιχείρηση «νύφες» ‒και μάλιστα αμερικανικά δολάρια‒, επένδυσαν σε γραφεία συνοικεσίων.
Από τα μέσα της δεκαετίας του ’30 τα γραφεία συνοικεσίων πλήθαιναν, το ίδιο και οι εκπρόσωποί τους στη στενή φαληρική εξέδρα. Οι επιχειρηματίες «προξενήτρες» έπαψαν να ελέγχουν το ποιόν των Ελληνίδων «νυμφών» από ένα σημείο κι έπειτα, εκμεταλλευόμενοι αποκλειστικά και μόνο την ανάγκη των Ελλήνων ομογενών της Αμερικής να βρουν Ελληνίδα νύφη κατά το μικρό διάστημα της επισκέψεώς τους στη χώρα μας.
Έτσι προτάθηκαν ως νύφες για πραγματικά σοβαρούς κυρίους ακατάλληλες κυρίες με «σκοτεινό» παρελθόν και προϋπηρεσία στο μεγάλο λιμάνι ή, στην καλύτερη περίπτωση, προερχόμενες από αρτίστες των πειραϊκών βαριετέ.
Πολλοί γάμοι ατύχησαν και ήδη από το 1937 και ύστερα τέτοιου είδους γραφεία και κυρίες υποδοχής δεν λαμβάνονταν σοβαρά υπόψη από τους ομογενείς. Η έκφραση «της π…νας το κάγκελο» που ταυτίστηκε με την εξέδρα του Νέου Φαλήρου αποτέλεσε έκφραση κοροϊδία και μόνο, υπονοώντας ότι πίσω από κάθε σοβαρή εκπρόσωπο ενός γραφείου συνοικεσίων υπάρχει ένα κύκλωμα προώθησης νυφών, μεταξύ των οποίων πολλές αμφιβόλου ηθικής.
Το τραγικό ναυάγιο του «Πόπη» που έγινε παροιμιώδης έκφραση.
Το 1920 ένα επιβατικό ατμόπλοιο έφερε το όνομα «Πόπη». Είχε ξεκινήσει ως ιδιωτική θαλαμηγός αναψυχής και αφού άλλαζε διαρκώς ιδιοκτήτες, κατέληξε να μετασκευαστεί σε πλοίο ακτοπλοΐας.
Το «Πόπη» στις 27 Νοεμβρίου του 1934 εξόκειλε στη νησίδα Κασίδι που απέχει περίπου τριακόσια μέτρα από τις βραχονησίδες Φλέβες και ένα μίλι μετά το ακρωτήριο Μικρό Καβούρι, που δεν είναι άλλο από το ακρωτήριο που εκτείνεται μετά τον Λαιμό Βουλιαγμένης. Το πλοίο μετέφερε 122 επιβάτες αλλά και εμπορεύματα.
Όταν το «Πόπη» προσέκρουσε στη βραχονησίδα, τόσο οι αξιωματικοί του πλοίου όσο και το πλήρωμα φρόντισαν να δώσουν προτεραιότητα στην εκφόρτωση των τυριών που μετέφεραν παρά στη διάσωση των επιβατών. Μετά την προσάραξη, το πλοίο άρχισε να παίρνει κλίση προς τα δεξιά, ενώ οι επιβάτες του προσπαθούσαν να σωθούν μόνοι τους. Κανείς δεν βρέθηκε να τους οδηγήσει στο κατάστρωμα για να σωθούν.
Η απουσία του πληρώματος την ώρα του κινδύνου επέτεινε τη σύγχυση, ενώ μια φωνή μέσα στο σκοτάδι ακούστηκε: «Πνιγόμαστε, σωθείτε όπως μπορείτε!». Παρ’ ότι το πλοίο δεν βυθίστηκε ολόκληρο, έντεκα επιβάτες πνίγηκαν από τον πανικό που επικράτησε κι έτσι έμεινε βαθιά χαραγμένη στη μνήμη του κόσμου η έκφραση «έγινε της Πόπης!».
Ραμόνα, η μοιραία Πειραιώτισσα.
Όταν το καμπαρέ έκλεινε, ο «τυχερός» της βραδιάς τη συνόδευε μέχρι το σπίτι της σε μια βόλτα που άφηνε πολλά να εννοηθούν. Άλλοι τα κατάφερναν κι άλλοι όχι. Η αποχώρηση όμως κάποιου από το καμπαρέ ως συνοδού της Ραμόνας ήταν αρκετή για να κερδίσει τον θαυμασμό των υπολοίπων.
Μια περίοδο η Ραμόνα επέλεγε συνεχώς τη συνοδεία ενός νέου με μεγάλη οικονομική επιφάνεια, καταγόμενου από καλή οικογένεια, του Σωτήρη Καλογερόπουλου, προκαλώντας την αντίδραση του Αργύρη Τζώρτζη, γνωστού μάγκα στους κύκλους του Πειραιά. Αποκαλούνταν «Μορτάκιας», ήταν λεμβούχος στο επάγγελμα και γνωστός χαρτοπαίκτης. Ο Μορτάκιας έπιασε τον ευγενή νέο και τον απείλησε ώστε να διακόψει τη νυχτερινή συνοδεία. Ο Καλογερόπουλος όμως δεν έδινε σημασία και συνέχιζε τις καθημερινές διαδρομές.
Έτσι, ένα βράδυ του Οκτώβρη του 1929, ο Σωτήρης έπεσε σε ενέδρα που έστησε ο Τζώρτζης στο καφενείο όπου σύχναζε ο πρώτος, στη διασταύρωση των οδών Γεωργίου Α’ και Ελευθερίου Βενιζέλου (καφενείο του Κοκοράκη).
Μετά τον φόνο ο Μορτάκιας εξαφανίστηκε προκαλώντας την αγανάκτηση της πειραϊκής κοινωνίας, καθώς το θύμα ήταν ένας ευγενικός νέος που θεωρήθηκε ότι μπλέχτηκε στα δίχτυα της Ραμόνας! Η κοινωνία στράφηκε ακόμα περισσότερο εναντίον της, όταν η ίδια κατέθεσε στην αστυνομία: «Διασκεδάζαμε κι εγώ επέταξα φλούδες ροδακίνου εις τον Καλογερόπουλον. Εκείνος μου πέταξε ένα πιάτο που έσπασε κι ένα κομμάτι του κτύπησε τον Τζώρτζη».
Οι τίτλοι των εφημερίδων είναι ενδεικτικοί: «Η ανεύθυνος ολέθρια επίδρασή της» – «Κλυταιμνήστρα» – «Μεγάλαι ιστορικαί συμφοραί προήλθον από την μοιραίαν γυναίκαν». Η έκφραση «μοιραία γυναίκα», που δημιουργήθηκε για την περίπτωση της Ραμόνας, χρησιμοποιείται μέχρι τις μέρες μας. Δεν είναι λίγες οι φορές, που διαβάζουμε σε τίτλους «μοιραία γυναίκα».
Η Ραμόνα έγινε τραγούδι και το όνομά της δόθηκε σε κάθε μοιραία ηρωίδα του θεάτρου και του κινηματογράφου και τελικώς ταυτίστηκε με τον θάνατο: «η μοιραία Ραμόνα». Τελικώς ο δράστης Τζώρτζης (ο Μορτάκιας) συνελήφθη στην Αίγυπτο, όπου είχε διαφύγει, δύο χρόνια μετά τον φόνο. Τον Σεπτέμβριο του 1931 παραδίδεται από την Αιγυπτιακή Αστυνομία στην Αστυνομική Διεύθυνση Πειραιά, όπου και κρατήθηκε μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσής του στον Παλαιό Στρατώνα του Πειραιά. Κανένας δεν ασχολήθηκε ξανά με τον Μορτάκια.
Ο πρώτος πολιτικός γάμος στην Ελλάδα.
Στις 7 Ιανουαρίου του 1929 συντάχθηκε το συμβόλαιο με αριθμό 1277 από τον συμβολαιογράφο Γ. Βολικάκη, ο οποίος και τιμωρήθηκε με εξάμηνη παύση καθηκόντων διότι τόλμησε «να επικυρώση συμβίωσιν ζεύγους, χωρίς τας νομίμους διατυπώσεις και την ανάλογον ιεροτελεστίαν του γάμου!».
Τα στοιχεία του ζευγαριού κρατήθηκαν κρυφά και ουδέποτε αναφέρθηκαν, καθώς ο γαμπρός ήταν Έλληνας γερουσιαστής και γνωστός πολιτευτής της εποχής. Η νύφη ήταν 32 ετών, κόρη γνωστής πειραϊκής οικογένειας. Ο λόγος που προχώρησαν σε συμβολαιογραφικό γάμο ήταν επειδή η κυρία ήταν παντρεμένη με κάποιον ο οποίος εξαφανίστηκε χωρίς ποτέ να της δώσει διαζύγιο. Εκείνη, προκειμένου να εξασφαλίσει το μέλλον της οικονομικά, έπεισε τον ερωτοχτυπημένο γερουσιαστή να παρουσιαστούν σε συμβολαιογράφο και να συνάψουν ένα ιστορικό για την Ελλάδα συμβόλαιο.
Ήταν ο πρώτος πολιτικός γάμος ενώπιον όχι δημάρχου αλλά συμβολαιογράφου, με τις εφημερίδες της εποχής να παρουσιάζουν την πρωτάκουστη είδηση γράφοντας: «Ίσως δεν θα αργήσει να έρθει ο καιρός που τους μελλόνυμφους, αντί του παπά, θα τους υποδέχεται ο συμβολαιογράφος».
Στα χασισοποτεία του Πειραιά.
Ο Γάλλος ακαδημαϊκός Φράνσις Καρκό έγραφε βιβλία στα οποία κυριαρχούσαν τα μπαρ, τα λιμάνια, τα φώτα της νύχτας και των πλοίων που έφευγαν. Σε μικρή ηλικία ξυλοκοπήθηκε αγρίως από τον πατέρα του στην Κορσική και το 1935 αποφάσιζε να επισκεφτεί το Πειραιά προκειμένου να στέλνει ανταποκρίσεις σε γαλλική εφημερίδα.
Έγραφε, λοιπόν, για τον Πειραιά: «Ένα ήσυχο βράδυ του 1935 περιηγήθηκα με έναν φίλο μου στην παραλία του πειραϊκού λιμένος. Μου είχε γεννηθεί η ιδέα να επισκεφτώ ένα χασισοποτείο. Με είχαν διαβεβαιώσει ότι χασισοποτεία υπήρχαν πολλά στον Πειραιά και ότι παρουσιάζουν έναν χαρακτήρα πολύ αξιοπερίεργο.
Φτάσαμε με το αυτοκίνητο μπροστά σε ένα σπιτάκι με πράσινα παραθυρόφυλλα. Το δωμάτιο ήταν στρωμένο με χώμα. Μια διαπεραστική οσμή καμένου χαρτιού διέσχιζε τον αέρα. Ο αμίλητος που μας άνοιξε την πόρτα μάς πλησίασε κρατώντας στα χέρια του ένα αντικείμενο που το έλεγαν “τσιμπούκι” και αποτελούνταν από ένα δοχείο γεμάτο νερό, στο οποίο ήταν προσαρμοσμένα δύο καλάμια σαν σωλήνες. Οι ανταύγειες των δαυλών φώτιζαν έναν νεαρό, ο οποίος ετοίμαζε μια μάζα χασίς, μαλάσσοντάς την με τα χέρια του.
Στη συνέχεια τη μοίρασε σε κομμάτια με την ονομασία “τσίκα”. Πλησίασα στα χείλη μου τον σωλήνα και τράβηξα μια ρουφηξιά, μια δεύτερη, μια τρίτη. Γύρω μου, η μακάρια έκφραση των καπνιστών γρήγορα αντικαταστάθηκε από μια έκφραση αποβλάκωσης. Όλα έγιναν ανάκατα, τρομακτικά, αλλόκοτα, ακαθόριστα. Ένιωσα κι εγώ αυτή την κατάσταση “μαστούρας” που φέρνει στους καπνιστές αυτό το ναρκωτικό».
ΠΗΓΗ:
lifo.gr